πέπλωμα

πέπλωμα
πέπλωμα, ατος, τό, in Trag.,
A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέπλωμα — robe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπλωμα — τὸ, Α ένδυμα, φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)] …   Dictionary of Greek

  • πεπλωμάτων — πέπλωμα robe neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλώμασιν — πέπλωμα robe neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλώματα — πέπλωμα robe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλώματι — πέπλωμα robe neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλώματος — πέπλωμα robe neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλώματ' — πεπλώματα , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc pl πεπλώματι , πέπλωμα robe neut dat sg πεπλώματε , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάπλωμα — το είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση τού ἅπλωμα] …   Dictionary of Greek

  • σελίδωμα — ώματος, τὸ, Α πλατιά σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα] …   Dictionary of Greek

  • σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”